- λαθραίως
- λαθραί̱ως , λαθραῖοςadverbialλαθραί̱ως , λαθραῖοςmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθραίως — (Α λαθραίως) επίρρ. βλ. λαθραίος … Dictionary of Greek
λαθραίος — α, ο (Α λαθραῑος, ον, θηλ. και α) αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῑον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο… … Dictionary of Greek
отаи — (68) нар. Тайно, тайком, украдкой: ѡбаче се вид˫а зълоѥ. ли къ своѥмѹ храмѹ ѡтаи прилѣзъшю. и съвьршима˫а раздрѹшающѹ. (λοϑρα) ЖФСт к. XII, 54; изиде отаи из домѹ. ЖФП XII, 30г; отаи сѹботѹ чьтѹще. и ина июдеиска˫а творѧще. (λαϑραίως) КЕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρεσκιασμένως — Α επίρρ. στη σκιά, λαθραίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεσκιασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παρασκιάζω] … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
ԳԱՂՏ — ( ) NBH 1 0524 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c մ. κρυφῇ, λάθρα, λαθραῖως occulte, latenter, clam, clanculo, furtim ԳԱՂՏ որ եւ ԳԱՂՏԱԲԱՐ. Գողաբար, ʼի ծածուկ. ծածկաբեր. զանխլաբար. լռելեայն. գաղտուկ, գողտուկ. կիզլի, կիզլիճէ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԾԱԾՈՒԿ — (ունք.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. (որպէս թէ ցածուկ.) Արմատ ծածկելոյ. κρυπτός occultus, absconditus. Թաքուն. գաղտնի. անյայտ իբր ʼի խորս կամ ընդ քօղով. գոց. ... *Որ ինչ ծածուկ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)